Πριν από την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010, η ελληνική κοινωνία πολιτών δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη. Χωρίς να ισχύει η παλιά πεποίθηση ότι η ελληνική κοινωνία πολιτών ήταν ατροφική, η δυναμική της εκδηλωνόταν μόνο σε ορισμένους τομείς, όπως, πχ, στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας όπου υπήρχε μακρά παράδοση φιλανθρωπικών, εκκλησιαστικών και άλλων οργανώσεων. Η κοινωνία πολιτών αναπτύχθηκε και διαφοροποιήθηκε στη διάρκεια της κρίσης, καθώς και μετά από αυτήν. Κατά τη δεκαετία της κρίσης, η υποχώρηση του κρατικού παρεμβατισμού στην παροχή κοινωνικής προστασίας λόγω των τριών «προγραμμάτων οικονομικής αναπροσαρμογής της Ελλάδας», αλλά και οι διεκδικήσεις εκ μέρους των πολιτών, οδήγησαν στην άνθηση πολλών διαφορετικών εκδοχών της κοινωνίας πολιτών. Τέτοιες εκδοχές, μεταξύ άλλων, ήταν κοινωνικά κινήματα, μεγάλα κοινωφελή ιδρύματα, νέες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) και άτυπες ομάδες πολιτών. Πολλοί πολίτες στράφηκαν προς την κοινωνία πολιτών, αφιστάμενοι πλέον από την σχεδόν ανακλαστική τάση τους να επαναπαύονται στην κρατική αρωγή. Στράφηκαν προς την κοινωνία πολιτών τόσο για την παροχή υπηρεσιών από αυτήν όσο και για την εκπροσώπησή τους έναντι του κράτους. Οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών απέκτησαν «φωνή» και νομιμοποίηση, δηλαδή ευρύτερη κοινωνική αποδοχή. Οι ίδιες έγιναν περισσότερο ορατές από ό,τι ήσαν στη μεγαλύτερη διάρκεια του προηγούμενου (20ου) αιώνα.
Δεν λύθηκαν ωστόσο μόνιμα προβλήματα των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών. Τέτοια, μεταξύ πολλών άλλων, ήταν και παραμένουν είναι η έλλειψη συνολικής καταγραφής τους σε μητρώο με βάση διαφανή κριτήρια, η προβληματική δημόσια εικόνα αρκετών ΜΚΟ που χρωματίζει αρνητικά το σύνολο της κοινωνίας πολιτών, οι οργανωτικές αδυναμίες των οργανώσεων και το επιφανειακό συνήθως ενδιαφέρον της Πολιτείας για τη συμβολή των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών στη διαμόρφωση μέτρων δημόσιας πολιτικής.
Ως προς μερικά από αυτά τα προβλήματα, έχει συντελεστεί κάποια πρόοδος. Υπάρχει πλέον νομοθεσία (Ν. 4873/2021, που ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο του 2021) για την καταγραφή των οργανώσεων σε μητρώο του Υπουργείου Εσωτερικών (ΥΠΕΣ) για τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών (ΟΚΟΙΠ). Η εφαρμογή της νομοθεσίας καθυστέρησε πολύ, καθώς μόλις το 2023 εκδόθηκαν από το αρμόδιο υπουργείο οι σχετικές πράξεις κανονιστικού περιεχομένου (Π.Δ 32/2023 και ΚΥΑ 6216/2023), ώστε να εφαρμοστεί ο νόμος. Αρχικά, μόνο λίγες δεκάδες ΟΚΟΙΠ είχαν εγγραφεί στο μητρώο. Ήδη όμως στις αρχές του 2025 περισσότερες από χίλιες οργανώσεις είχαν εγγραφεί σε αυτό (προσωπική έρευνα του συγγραφέα στο ΥΠΕΣ, Φεβρουάριος 2025). Ωστόσο, παράλληλα με το κύριο Μητρώο του Υπουργείου Εσωτερικών, εξακολουθούν να υπάρχουν και άλλα. Ενδεικτικά, το Υπουργείο Μετανάστευσης τηρεί δικό του μητρώο ελληνικών και ξένων ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται σε θέματα διεθνούς προστασίας, μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης. Αναφύονται έτσι προβλήματα διαφορετικών κριτηρίων ανά μητρώο, εγγραφών μιας ΜΚΟ σε περισσότερα μητρώα με αποτέλεσμα να «θολώνει» η μέτρηση του πλήθους και της ποικιλίας των ΜΚΟ και διαφορετικής μεταχείρισης των ΜΚΟ ανά υπουργείο.
Έχει βελτιωθεί, πάντως, στο μεταξύ, η δημόσια εικόνα των ΜΚΟ λόγω της συνεισφοράς τους σε επίλυση κοινωνικών προβλημάτων της περιόδου της κρίσης. Ωστόσο, περιοδικά, ακόμα και σήμερα, η εν λόγω δημόσια εικόνα κηλιδώνεται από περιπτώσεις ΜΚΟ στις οποίες διαπράττονται αδικήματα, για τα οποία εύλογα υπάρχει μεγάλη δημοσιότητα. Μια συνέπεια είναι η χαμηλή εμπιστοσύνη που δείχνουν οι πολίτες προς τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, ειδικότερα προς τις ΜΚΟ. Ενδεικτικά, από δειγματοληπτική έρευνα του ερευνητικού οργανισμού «Διανέοσις» τον Ιανουάριο του 2024 προέκυψε ότι μεταξύ όλων των θεσμών, τη χαμηλότερη εμπιστοσύνη απολαμβάνουν τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι ΜΚΟ (βλ. https://www.dianeosis.org/wp-content/uploads/2024/04/Brochure_TPE24_Meros_A-3.pdf).
Η χρηματοδότηση και η βιωσιμότητα, κατά μήκος του χρόνου, των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών είναι χρόνια προβλήματα. Πολλές οργανώσεις δεν έχουν τη διοικητική ικανότητα να διεκδικήσουν χρηματοδότηση από ελληνικούς και ευρωπαϊκούς φορείς. Και εδώ βέβαια, χάρη σε πρωτοβουλίες κατάρτισης, όπως οι σχετικές δράσης εκπαίδευσης εκ μέρους του HIGGS, υπάρχει πρόοδος. Ωστόσο, πολλές οργανώσεις παραμένουν οικογενειοκρατικές, αν όχι εντελώς προσωποκεντρικές. Επιπλέον, αν και είναι διαθέσιμες σήμερα, πλέον, ποικίλες πηγές χρηματοδότησης των οργανώσεων και δράσεις εκπαίδευσης των στελεχών τους, τέτοιες οργανώσεις δεν αναπτύσσονται οικονομικά και διοικητικά. Το χάσμα τους από τις μεγάλες αναγνωρίσιμες οργανώσεις, πχ, στον τομέα της φροντίδας για την οικογένεια και το παιδί και στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας, παραμένει, αν δεν έχει βαθύνει κιόλας. Επιπλέον πολλές οργανώσεις, μικρές και μεγάλες, δραστηριοποιούνται κυρίως, αν όχι μόνο, στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη).
Κρισιμότερο των προβλημάτων ίσως είναι το σχετικά μικρό «αποτύπωμα» των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών στη διαμόρφωση μέτρων δημόσιας πολιτικής. Αφού διατυπωθούν οι διατάξεις νομοσχεδίων, στο στάδιο της ηλεκτρονικής διαβούλευσης για αυτά στην ιστοσελίδα του αρμόδιου υπουργείου, καθώς και στις συζητήσεις στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, όπου εισάγονται τα νομοσχέδια προς επεξεργασία, οι οργανώσεις έχουν ρόλο. Διατυπώνουν γνώμες διαδικτυακά και καλούνται να παραστούν σε συνεδριάσεις κοινοβουλευτικών επιτροπών. Δεν συνέβαιναν αυτά στον προηγούμενο αιώνα. Υπάρχει δηλαδή βελτίωση στην αλληλεπίδραση μεταξύ της πολιτείας και της κοινωνίας πολιτών. Το πρόβλημα είναι ότι η αλληλεπίδραση συχνά ξεκινάει πολύ αργά, αφού πρώτα ο αρμόδιος υπουργός και το επιτελείο του, συχνά μόνοι, έχουν διατυπώσει τις διατάξεις των νομοσχεδίων. ΄Ατυπες συναντήσεις στα υπουργεία μεταξύ εκείνων και εκπροσώπων της κοινωνίας πολιτών λαμβάνουν χώρα, αλλά ακόμα και αν είναι ουσιαστικές, είναι αδιαφανείς και περιστασιακές.
Για την υπέρβαση τέτοιων και άλλων προβλημάτων απαιτείται εθνική στρατηγική ανάπτυξης της κοινωνίας πολιτών. Η εθνική στρατηγική δεν θα ήταν ενιαία για όλες τις οργανώσεις, καθότι μερικές είναι μεγάλες και έμπειρες, ενώ άλλες, οι περισσότερες δηλαδή, μεσαίες και ιδίως μικρές στο μέγεθος. Σε αυτές τις τελευταίες θα στόχευε η εθνική στρατηγική για την κοινωνία πολιτών και θα περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) συστηματική καταγραφή όλων των οργανώσεων χωρίς διάθεση καθοδήγησής τους από την Πολιτεία σε ενιαίο μητρώο, β) οργανωμένη ανάδειξη και διάχυση στο ευρύ κοινό της προσφοράς των οργανώσεων στο κοινωνικό σύνολο ως αντιστάθμισμα σε τυχόν κακή δημοσιότητα για αυτές, γ) περισσότερη και επαναλαμβανόμενη εκπαίδευση στελεχών των οργανώσεων, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε μικρές πόλεις, ιδίως σε ζητήματα οργάνωσης, λειτουργίας και οικονομικής διαχείρισης των οργανώσεων με έμφαση στις δεξιότητες διεκδίκησης χρηματοδοτήσεων από εθνικούς και διεθνείς πόρους και, τέλος, δ) πίεση προς τις δημόσιες υπηρεσίες στις επί μέρους εθνικές και τοπικές αρχές (υπουργεία, περιφέρειες, δήμους), έτσι ώστε αυτές να συμβουλεύονται ουσιαστικά τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών σε θέματα για τα οποία οι οργανώσεις έχουν άποψη, τεχνογνωσία ή εμπειρία.
Δεν είναι εύκολο να πραγματωθούν τα ανωτέρω τέσσερα βήματα. Δεν θα πρέπει, όμως, κράτος και πολίτες να περιμένουν να επισυμβεί άλλη μια οξεία κοινωνικο-οικονομική κρίση για να στραφούν προς την κοινωνία πολιτών.
Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος
Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο
Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών