Οικονομική Βιωσιμότητα στις Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών στην Ελλάδα
30 ΙΑΝ 2025~Άρθρα Γνώμης & Έρευνες

Στο τρέχον τεύχος του CSU φιλοξενούμε τοποθετήσεις σχετικά με την οικονομική βιωσιμότητα των ΟΚοιΠ στην Ελλάδα. Διαφορετικές οργανώσεις παρουσιάζουν τα εργαλεία που έχουν αναπτύξει για να καταφέρουν να είναι οικονομικά βιώσιμες - από διοργάνωση μπαζάρ έως ευρωπαϊκά προγράμματα και από δωρεές κοινωφελών ιδρυμάτων έως προσέλκυση πόρων από ιδιώτες. Σε κάποια από τα άρθρα, πάλι, επιχειρείται να δοθεί ένας ορισμός της οικονομικής βιωσιμότητας: να μπορεί μια οργάνωση να σταθεί στα πόδια της, να μπορεί να πείσει ότι μπορεί να διατηρήσει τις δράσεις της στα επόμενα χρόνια.


Αναντίλεκτα το ζήτημα της οικονομικής βιωσιμότητας είναι εξαιρετικά σημαντικό.  Δεν αποτέλεσε, άλλωστε, έκπληξη σε κανέναν από εμάς στο HIGGS όταν ψηφίστηκε στο συνέδριο Φιλανθρωπία 2.0 του 2024 ως η επόμενη θεματική για το 2025. Οι οργανώσεις προσπαθούν να την πετύχουν, ενώ τα κοινωφελή ιδρύματα μας αξιολογούν ως προς τη δυνατότητά μας να την εξασφαλίσουμε. Τα άλλα εμπλεκόμενα μέρη, κράτος, επιχειρήσεις, ιδιώτες, είναι μάλλον εν πολλοίς αδιάφορα απέναντι στο ζήτημα. 


Από την πλευρά μου θα ήθελα να εστιάσω σε δύο ζητήματα.

  

Το πρώτο είναι το πως μπορεί μια οργάνωση να πετύχει οικονομική βιωσιμότητα. Στον κόσμο των επιχειρήσεων υπάρχει η εισροή πόρων από τις πωλήσεις του προϊόντος ή υπηρεσίας που παράγεται οπότε η γενική συνθήκη είναι ότι αν κάνεις καλά τη δουλειά σου, επιτυγχάνεις την οικονομική σου επιβίωση και, γιατί όχι, την ανάπτυξή σου. Για την κάλυψη, δε, κάποιων έκτακτων αναγκών/συνθηκών μια επιχείρηση μπορεί να προβεί σε δανεισμό ή να βρει επενδυτές ώστε να λάβει τους οικονομικούς πόρους που χρειάζεται. Προφανώς στις οργανώσεις τα περισσότερα από τα ανωτέρω δεν είναι εφικτά/σχετικά. 


Πράγματι, όπως αναφέρει ο Paul Kidner και άλλοι στα άρθρα τους, μια καλή στρατηγική είναι το να μην εξαρτάσαι από μόνο ένα κανάλι χρηματοδότησης. Κάποιες οργανώσεις το έζησαν πολύ έντονα όταν τη διετία 2011-2012 εκτιμάται ότι οι ιδιωτικές δωρεές προς οργανώσεις μειώθηκαν κατά 25-30%! Και αρκετές οργανώσεις το βιώνουν τις περίοδους μεταξύ της λήξης της προηγούμενης επταετίας προγραμματισμού της ΕΕ και της έναρξης της καινούργιας οπότε και οι προκηρύξεις ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων μειώνονται απότομα.   


Αλλά η άποψή μου είναι ότι δεν φτάνει μόνο αυτό. Η οικονομική βιωσιμότητα οφείλει να στηρίζεται και σε κάτι περισσότερο από τις ταμειακές ροές - τους πόρους δηλαδή που αναμένονται να λάβεις. Πρέπει να υπάρχει και ένα ελάχιστο “ταμειακό μαξιλαράκι”, ένα υπόλοιπο που να σου επιτρέπει να καλύψεις χρηματικές ανάγκες όταν ακόμα δεν έχεις εξασφαλίσει πρόσθετους πόρους. Τις ίδιες ανάγκες που συχνά μια επιχείρηση θα τις καλύψει με βραχυπρόθεσμο δανεισμό. 


Κόντρα, λοιπόν, στις απόψεις πολλών λογιστών, μπορεί μια οργάνωση να έχει λίγα παραπάνω έσοδα μια χρονιά συγκριτικά με τα έξοδά της ώστε να δημιουργήσει ένα μικρό υπόλοιπο στους λογαριασμούς της. Το πως επιτυγχάνεται αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση - μέρος της οποίας θα ανοίξουμε στο επόμενο συνέδριο Φιλανθρωπία 2.0 (28-29 Μαΐου) - αλλά αξίζουν να σημειωθούν οι έμμεσες δαπάνες ευρωπαϊκών προγραμμάτων, οι ιδιωτικές δωρεές και η εμπορική δραστηριότητα μιας οργάνωσης (για παράδειγμα εκπαιδεύσεις επί πληρωμή, μπαζάρ, κα). 


Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού πολλές συζητήσεις αφορούν στο βέλτιστο ποσό που θα έπρεπε να διατηρεί μια οργάνωση, με τοποθετήσεις να ποικίλουν σε ποσά που είναι ικανά να καλύψουν όλες τις λειτουργίες μιας οργάνωσης για 3 έως 6 μήνες. Αυτή θα έπρεπε να είναι η προσπάθεια όλων των οργανώσεων - έστω με στόχο το 3μηνο - ώστε να εξασφαλίζεται μια μεγαλύτερη άνεση στην επίτευξη οικονομικής βιωσιμότητας.


Το δεύτερο, πάλι, ζήτημα που θέλω να αναδείξω είναι αυτό της ευθύνης. Ποιος είναι υπεύθυνος για την οικονομική βιωσιμότητα μιας οργάνωσης; Η προφανής για πολλούς απάντηση είναι το ΔΣ αυτής. Είναι, όμως, πράγματι μόνο αυτοί; Γιατί τότε έχουμε μια κλασική περίπτωση από free riders, αυτοί που ωφελούνται τα μέγιστα από τη λειτουργία μιας οργάνωσης - και κόντρα σε αυτά που συχνά γράφονται δεν είναι τα μέλη του ΔΣ αυτής - δηλαδή η κοινωνία, δεν επιβαρύνονται καθόλου. 


Όπως αναφέρει και ο Νίκος Παπακώστας στο άρθρο του, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μεριμνήσει ώστε να στηρίζει αυτές τις οργανώσεις που ταιριάζουν με τη στρατηγική της και ωφελούν την ευρωπαϊκή κοινωνία - διαμέσου οργανωσιακών χρηματοδοτήσεων που προσφέρουν ευελιξία αλλά και μακροχρόνια στήριξη, συνθήκη απαραίτητη για να ανθίσει μια οργάνωση. Όμως το πράττει κατά κύριο λόγο στο ευρωπαϊκό επίπεδο, μιας και είναι αυτό το επίπεδο στο οποίο εστιάζει. Κράτος, κοινωφελή ιδρύματα, επιχειρήσεις και τελικά και το γενικό - απαίδευτο ακόμα - ελληνικό κοινό θα έπρεπε αν όχι να συνδράμουν, τουλάχιστον να μην εμποδίζουν την επίτευξη οικονομικής βιωσιμότητας των οργανώσεων. Κρατικές χρηματοδοτήσεις, φορολογικό πλαίσιο που θα ευνοεί τις επαναλαμβανόμενες ή ευρύτερα σταθερές δωρεές, οργανωσιακές δωρεές από κοινωφελή ιδρύματα όπως αναφέρει η Βάλια Φράγκου στο δικό της άρθρο ή από άλλους θεσμικούς φορείς (τι εξαιρετική καινοτομία των προηγούμενων EEA Grants - που απ’ ότι μαθαίνω ήταν γέννημα της πανδημικής κρίσης αλλά θα επαναληφθούν), στρατηγικές συνεργασίες οργανώσεων με εταιρείες στο πλαίσιο προγραμμάτων ΕΚΕ, είναι μερικές μόνο ιδέες για το πως όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θα μπορούσαν να συνεισφέρουν κατά αυτό που τους αναλογεί. 


Κλείνοντας μου φαντάζει φυσικό να κάνω μια σύνδεση της οικονομικής βιωσιμότητας με την περαιτέρω ανάπτυξη του οικοσυστήματος των οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών. Τα τρέχοντα κανάλια χρηματοδότησης που έχει στη διάθεσή της η μέση ελληνική οργάνωση μπορούν να δώσουν λύσεις οικονομικής βιωσιμότητας για όσους μπορούν να καινοτομήσουν και να προσαρμοστούν - το ανέδειξαν άλλωστε οι πολλαπλές κρίσεις και το γεγονός ότι πολλές οργανώσεις τις ξεπέρασαν σχεδόν αλώβητες. Για το επόμενο βήμα μεγέθυνσης, όμως, απαιτείται περαιτέρω ανάπτυξη των ήδη υφιστάμενων καθώς και η ανάπτυξη νέων. Διασυνοριακές δωρεές, μετάβαση σε πιο μεγάλες ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις για κάποιες οργανώσεις και κυρίως ανάπτυξη των ιδιωτικών δωρεών στις οποίες είμαστε σε μεγάλη απόσταση από άλλες χώρες. Και προς αυτά, πέραν από την όποια τεχνογνωσία φορείς όπως το HIGGS μπορούν να μοιραστούν, χρειάζεται και μια συντονισμένη προσπάθεια απ’ όλες τις οργανώσεις και όλα τα άλλα εμπλεκόμενα μέρη ώστε να εγκαθιδρυθεί ένα πλαίσιο ενισχυμένης εμπιστοσύνης προς τον Τρίτο Τομέα.

Σωτήρης Πετρόπουλος

Συνιδρυτής HIGGS



Μείνετε ενημερωμένοι για όλες τις δράσεις και τις εκδηλώσεις μας